- μηνιγγοκήλη
- ηιατρ. κήλη τών μηνίγγων με περιεχόμενο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, η οποία προβάλλει υπό μορφή όγκου μέσα από ένα έλλειμμα τού οστικού τοιχώματος τού κρανίου ή τής σπονδυλικής στήλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
μήνιγγα — η (Α μῆνιγξ, ιγγος) καθένα από τα τρία μεμβρανώδη περιβλήματα χοριοειδής, αραχνοειδής και σκληρά μήνιγγα τα οποία περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό νεοελλ. στον πληθ. οι μήνιγγες ονομασία τών κροτάφων, τα μηλίγγια αρχ. 1. το τύμπανο… … Dictionary of Greek
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek